- νασιώτας
- νασιώτας, ὁ (Α)(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. νησιώτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… … Dictionary of Greek